- ντιλεταντισμός
- οερασιτεχνισμός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ντιλεταντισμός — ο βλ. διλεταντισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. dilettantism < dilettante «ερασιτέχνης» + κατάλ. ισμός*] … Dictionary of Greek
διλεταντισμός — και ντιλεταντισμός, ο η ιδιότητα τού διλετάντη, ο ερασιτεχνισμός … Dictionary of Greek